ΕΛΛΑΔΑ

Ρούλα Πισπιρίγκου: Πώς ο παππούς της κατηγορούμενης σκότωσε τη γιαγιά της πριν 57 χρόνια

Ρούλα Πισπιρίγκου: Πώς ο παππούς της κατηγορούμενης σκότωσε τη γιαγιά της πριν 57 χρόνια

Η δραματική ιστορία της οικογένειας της Ρούλας Πισπιρίγκου - Ο παππούς της είχε σκοτώσει τη γιαγιά της, που είχε το ίδιο όνομα με εκείνη, το 1965.

Συγκλονισμένο είναι το πανελλήνιο μετά τις αποκαλύψεις ότι βρέθηκε σε πολύ μεγάλη ποσότητα η φαρμακευτική ουσία κεταμίνη στον οργανισμό της μικρής Τζωρτζίνας.

Η φαρμακευτική ουσία κεταμίνη – η ουσία που ανιχνεύθηκε στις τοξικολογικές εξετάσεις της μικρής Τζωρτζίνας στην Πάτρα – είναι φάρμακο που οι γιατροί χρησιμοποιούν ως αναισθητικό για να προκαλέσουν απώλεια συνείδησης. Τα αποτελέσματά της περιλαμβάνουν καταστολή και μειωμένη αίσθηση πόνου.

Εννέα ιατρικά επεισόδια αναφέρονται σύμφωνα με πληροφορίες, στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας για τη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου. Σε δύο από αυτά μάλιστα ενεργοποιήθηκε ο βηματοδότης. Τα επεισόδια σημειώθηκαν σε νοσοκομείο της Πάτρας και στο Παίδων, ενώ δεν εμφάνισε επεισόδιο στο Ωνάσειο, όπου έγινε και ο γονιδιακός έλεγχος, αλλά ούτε και στις ΜΕΘ.

Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ασκήθηκε δίωξη στη Ρούλα Πισπιρίγκου, κόσμος άρχισε να μαζεύεται έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Να υπενθυμίσουμε πως πριν 57 χρόνια ο παππούς της σημερινής κατηγορούμενης Ρούλας, είχε δολοφονήσει την γιαγιά της.

Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει το σύζυγό της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι μόλις 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών. Εκεί, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962, μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των γονιών της.

Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Αντρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγου. Ο Παναγιώτης συνεχίζει να μην έχει σταθερή δουλειά αδυνατώντας έτσι να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Επιπλέον ζηλεύει τρελά τη όμορφη σύζυγό του με συνέπεια οι καυγάδες του ζευγαριού ν’ αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους. Τελικά, η νεαρή κοπέλα ζητά διαζύγιο και φεύγει για το πατρικό της, κάτι που δεν αποδέχεται ποτέ εκείνος, με συνέπεια ν’ αρχίσει να την παρακολουθεί διαρκώς θεωρώντας ότι -τους τρεις μήνες που βρίσκονται σε διάσταση- εκείνη έχει όχι έναν, αλλά πολλούς εραστές.

Τρεις μήνες μετά το χωρισμό τους, βρίσκονται αντιμέτωποι στο δικαστήριο όπου εκδικάζεται η υπόθεση επιμέλειας του παιδιού, το οποίο παίρνει τελικά ο Παναγιώτης και το αφήνει στην αδελφή του Γεωργία για να το μεγαλώσει μαζί με τους γονείς του. Εκείνη νοικιάζει ένα δωμάτιο απέναντι από τα πεθερικά της ώστε να είναι κοντά στο παιδί της, αλλά, όπως περιγράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, οι προστριβές ανάμεσα σε αυτή και την πεθερά της είναι καθημερινές. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος “νευροψυχικές διαταραχές”, ή, όπως λέει η διάγνωσή του, “ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως” όπως λέει η επίσημη διάγνωση.

Δύο μόλις ημέρες την τελευταία δικαστική αντιδικία τους με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζητά την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965 από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης. Παρά την αντίθετη άποψη κοντινών της ανθρώπων “Καλύτερα να μην πας. Δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει” η Σωτηρία απαντά “Δεν βαριέστε. Θα πάω και ίσως βγει κάτι καλό”, και φτάνει στο ραντεβού θανάτου.

Το ζευγάρι βρίσκεται σε μια απομωνομένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο δίπλα στη θάλασσα, και κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζητά να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Το τι επακολουθεί περιγράφεται στην σοκαριστική κατάθεσή του:

«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή, και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».

Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρα ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας, πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του, και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση. Φτάνοντας οι αστυνομικοί στο σημείο που τους υποδεικνύει ο Πισπιρίγκος, βρίσκουν τη Σωτηρία “ημίγυμνη, με εξωγκωμένους τους οφθαλμούς και με εμφανή τα αποτυπώματα των χεριών του δράστη στο λαιμό της”, με τον βίαιο θάνατό της να οφείλεται σε “πνιγμόν εξ ανοξαιμίας”.

Κατά την ιατροδικαστική έκθεση η σκηνή της δολοφονίας εξελίσσεται ως εξής :Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό της φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό του δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.

Με πληροφορίες από τον Ελεύθερο Τύπο