ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Συγκλίνουν οι αποδόσεις ελληνικών και ιταλικών ομολόγων

Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται στο 2,60%, ενώ του ιταλικού είναι στο 2,10%
Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται στο 2,60%, ενώ του ιταλικού είναι στο 2,10%.
AP

Κλείνει η ψαλίδα μεταξύ των αποδόσεων των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων ιταλικών ομολόγων,  εν μέσω επιβαρυμένου διεθνούς κλίματος λόγω των νέων κυρώσεων που θα επιβληθούν στη Ρωσία μετά τις δολοφονίες αμάχων στην Ουκρανία.

Το spread, ήτοι η διαφορά απόδοσης των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα αναφοράς, έχει σημειώσει αισθητή σύγκλιση την τελευταία εβδομάδα από τις 70 μονάδες βάσης που ήταν αρχικά, στις 47μονάδες βάσης σήμερα.

Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται στο 2,60%, ενώ του ιταλικού είναι στο 2,10%.

Το γεγονός ότι η «απόδοση κινδύνου» μεταξύ των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων δεν παραμένει η ίδια αλλά μικραίνει, δείχνει ότι οι επενδυτές θεωρούν τα ελληνικά χρεόγραφα ανάλογα επισφαλή με τα ιταλικά.

Θετικά σε αυτό συνέβαλε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αποφάσισε να συνεχίσει να επιτρέπει στις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης να δέχονται ως αποδεκτά ελληνικά κρατικά ομόλογα, που δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστωτικής ποιότητας του Ευρωσυστήματος, αλλά πληρούν όλα τα άλλα ισχύοντα κριτήρια καταλληλότητας, για τουλάχιστον όσο συνεχίζονται οι επανεπενδύσεις των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP).

Η αξία του waiver για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα ελληνικά νοικοκυριά, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, είναι μεγάλη.

Η διατήρηση της ειδικής εξαίρεσης θα επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να συνεχίζουν να αντλούν φθηνό χρήμα από την ΕΚΤ ενισχύοντας την ήδη ισχυρή ρευστότητα που διαθέτουν, στηρίζοντας την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και των ελληνικών επιχειρήσεων, σε μια περίοδο που η πιστωτική επέκταση είναι ζητούμενο με δεδομένη την ανάγκη μόχλευσης πόρων για την αξιοποίηση, στο μέγιστο, των πολύ υψηλών διαθέσιμων κοινοτικών πόρων.

Και καθώς οι τραπεζικές καταθέσεις ήδη έχουν αρχίσει να επηρεάζονται από την ακρίβεια, η διατήρηση της φθηνής ρευστότητας μέσω του τραπεζικού συστήματος, είναι εγγύηση σταθερότητάς.

Για παράδειγμα, εάν χάναμε το waiver ο δανεισμός με ενέχυρο ελληνικούς τίτλους που δεν θα ήταν επιλέξιμοι από την ΕΚΤ θα ξεκινούσε από δυσμενέστερη βάση και όχι από το -0,50% , επιτόκιο από το οποίο οι τράπεζες επωφελούνται σήμερα πολλαπλώς, περνώντας αυτό το χαμηλό κόστος και στην οικονομία.

Αν οι ελληνικές τράπεζες αντλούσαν τη ρευστότητα αυτή μέσω της διατραπεζικής αγοράς και όχι μέσω ΕΚΤ (κάνοντας συμφωνίες επαναγοράς (repos) τα ομόλογα που τοποθετούν τώρα στην ΕΚΤ), αυτό θα γινόταν με πολύ υψηλότερο κόστος, που θα ήταν πιο κοντά σε αυτό των καταθέσεων. Έτσι, και οι ισολογισμοί τους θα πλήττονταν και το κόστος χρήματος θα αυξανόταν.

Αλλά και το σήμα προς τους επενδυτές από τις σημερινές αποφάσεις είναι σημαντικό, διότι ξέρουν πως οι ελληνικές τράπεζες και οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι ειδική περίπτωση και πως έχουν πρόσβαση στη ρευστότητα της ΕΚΤ, με το ίδιο κόστος με τα άλλα κράτη της ευρωζώνης.

Τέλος, σημερινή κίνηση είναι ένα ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές πως η Ελλάδα πλέον αντιμετωπίζεται από τα κράτη και τους θεσμούς της ζώνης του ευρώ ως μια χώρα που προσεγγίζει με σταθερή προσήλωση την επενδυτική βαθμίδα.