Δασμοί: Η «κατρακύλα» στις διεθνείς αγορές και το «ανάχωμα» για τις ελληνικές εξαγωγές
Οι επιπτώσεις στην ελληνική αγορά αναμένεται να είναι περιορισμένες από τους δασμούς που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, οι Έλληνες εκφράζουν δυσοίωνες εκτιμήσεις. Παρ’ όλα αυτά, ειδικοί της αγοράς θεωρούν ότι υπάρχει ένα πιθανό «ανάχωμα» όσον αφορά την επόμενη μέρα στις εξαγωγές.
Οι ελληνικές εταιρείες εξαγωγών παρακολουθούν με αγωνία τις διεθνείς εξελίξεις μετά τις ανακοινώσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την επιβολή δασμών σε πολλά κράτη –ανάμεσά τους και αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης– καθώς αναμένεται να επηρεάσουν και τη χώρα μας, αν και λιγότερο σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Πλέον, τα ελληνικά προϊόντα αναμένεται να είναι ακριβότερα για τους Αμερικανούς και ως εκ τούτου λιγότερο ανταγωνιστικά. Από το τσιμέντο και το αλουμίνιο έως τη φέτα, το κρασί, τις κομπόστες ροδάκινου και τη φέτα… Πρόκειται για μερικά από τα προϊόντα που θα πληγούν περισσότερο από την επιβολή των δασμών.
Σε αυτό το σημείο, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον οι Αμερικανοί πολίτες θα συνεχίσουν να εμπιστεύονται και να αγοράζουν αξιόλογη πρώτη ύλη από τη χώρα μας, εφόσον οι τιμές αναμένεται να αυξηθούν κι ενώ το δολάριο θα ισχυροποιηθεί έναντι του ευρώ.
Αισιοδοξία του Συνδέσμου Εξαγωγέων για τις επιπτώσεις
Ο ΣΕΒΕ – Σύνδεσμος Εξαγωγέων εκφράζει συγκρατημένη αισιοδοξία σχετικά με τις επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι νέοι δασμοί ύψους 20%, τους οποίους ανακοίνωσε η κυβέρνηση Τραμπ για τις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων –συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών– προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι δασμοί, που επιβάλλονται οριζόντια σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδέχεται να πλήξουν την ανταγωνιστικότητα ορισμένων κλάδων της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, οι επιπτώσεις στην ελληνική αγορά αναμένεται να είναι περιορισμένες, χωρίς να επηρεάσουν σημαντικά την οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιοποίησε ο Σύνδεσμος την Πέμπτη (03/04).
Το 2024, οι ελληνικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 2,41 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση ύψους 13,9% σε σύγκριση με το 2023 και 20,7% σε σύγκριση με το 2020, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών.
Παρά τη θετική πορεία, οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν μόλις το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, γεγονός που υποδηλώνει περιορισμένη οικονομική εξάρτηση από την αμερικανική αγορά.
Κατά συνέπεια, η επιβολή των συγκεκριμένων δασμών, αν και αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες στον εξαγωγικό μας κλάδο, εκτιμάται ότι θα επιφέρει έναν σχετικά μικρό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία.
Σε κλαδικό επίπεδο, τα τρόφιμα και ποτά αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγικό κλάδο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, με μερίδιο 30,6%, ακολουθούμενο από τα πετρελαιοειδή με 22,8% και τα βιομηχανικά είδη με 16,5%. Ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνικό εξαγωγικό τομέα έχει η αμερικανική αγορά στον κλάδο των ελιών, καθώς το 2024 οι εξαγωγές ελληνικών ελιών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 201,6 εκατ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 26% των συνολικών εξαγωγών ελιάς (761 εκατ. ευρώ).
Αυτό καταδεικνύει τη στρατηγική σημασία της αμερικανικής αγοράς για τον συγκεκριμένο κλάδο, καθώς παραμένει ένας από τους πιο δυναμικούς προορισμούς για το ελληνικό προϊόν. Μάλιστα, οι εξαγωγές ελιάς σημείωσαν αύξηση 39,1% σε σχέση με το 2023, γεγονός που υπογραμμίζει την αυξανόμενη ζήτηση και τη σταθερή τους παρουσία στην αμερικανική αγορά.
Οι ελληνικές ελιές κατέχουν το 27,4% των συνολικών εξαγωγών του κλάδου των τροφίμων και ποτών προς την Αμερική, υπογραμμίζοντας τον κομβικό τους ρόλο στο διμερές εμπόριο. Σημαντικό ρόλο στις εξαγωγές διαδραματίζουν επίσης το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, η φέτα και η κομπόστα ροδάκινου.
Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι έμμεσες επιπτώσεις στις ελληνικές εξαγωγές των δασμών στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μπορεί να επηρεάσουν τις αντίστοιχες οικονομίες και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα των τροφίμων και ποτών και αυτό προσδοκά ότι θα αναγνωριστεί από τους Αμερικανούς εισαγωγείς και καταναλωτές.
Ο ΣΕΒΕ σημείωσε ότι παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και βρίσκεται σε συνεργασία με την κυβέρνηση, τα αρμόδια υπουργεία, την Αμερικανική Πρεσβεία και ευρωπαϊκούς φορείς, στηρίζοντας σταθερά την ελληνική εξωστρεφή επιχειρηματικότητα και τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, με την προσδοκία μιας επωφελούς διαπραγμάτευσης.
Κατά την πρώτη, εξάλλου, θητεία του Ντόναλντ Τραμπ το 2019, επεβλήθησαν δασμοί σε ευρωπαϊκά προϊόντα του κλάδου τροφίμων και ποτών, ωστόσο, χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες του ΣΕΒΕ, η Ελλάδα κατάφερε να εξαιρεθεί από την επιβολή αυτών των δασμών ως προς την κονσέρβα ροδακίνου και τη φέτα.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η αναζήτηση εναλλακτικών αγορών, ιδίως για τα ελληνικά προϊόντα των οποίων η ανταγωνιστικότητα θα μειωθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Συμεών Διαμαντίδης, συναντήθηκε πρόσφατα με την Πρέσβη του Καναδά στην Ελλάδα, με την οποία συζήτησε τις προοπτικές ενίσχυσης της διμερούς συνεργασίας.
Δυσοίωνες εκτιμήσεις από τους παραγωγούς γαλακτοκομικών – «Δεν πρέπει να αγνοηθεί το πρόβλημα»
Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων, Χρήστος Αποστολόπουλος, μίλησε για το σοβαρότατο ενδεχόμενο οι εξαγωγές της ελληνικής φέτας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειωθούν δραματικά και να χαθούν πολύτιμα έσοδα για την ελληνική οικονομία, σε συνέντευξη στο Newsbomb.gr.
«Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι εξαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες τριπλασιάστηκαν. Αυτό σημαίνει ότι ήταν μία αγορά με μεγάλη δυναμική που είχε δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης. Αυτή η άνοδος θα διακοπεί απότομα και όχι μόνο αυτό, αλλά θα υπάρξει και μείωση», εκτίμησε ο κ. Αποστολόπουλος.
Το 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήγαγαν 6.500 τόνους φέτας από την Ελλάδα, αποφέροντας κέρδη 60 εκατ. ευρώ στην ελληνική οικονομία. Το βασικότερο πρόβλημα που καλούνται να λύσουν οι παραγωγοί, είναι ο τρόπος με τον οποίον θα καλυφθεί αυτό το κενό που αναμένεται να δημιουργηθεί στις εξαγωγές.
Η κατάσταση που δημιουργείται δυνητικά, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στους Έλληνες παραγωγούς και μοιάζει μονόδρομος η αποστολή των προϊόντων που προορίζονταν για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άλλες χώρες, όπως υπογράμμισε.
«Θα πρέπει να δρομολογήσουμε αλλού τις ήδη δρομολογημένες παραγγελίες. Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να είναι σχετικά εύκολο, γιατί θα πάνε σε άλλες αγορές που εξάγουμε», προσέθεσε.