ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Δραγασάκης: Το τι κόμμα θέλουμε, εξαρτάται από το χαρακτήρα της εποχής

Δραγασάκης: Το τι κόμμα θέλουμε, εξαρτάται από το χαρακτήρα της εποχής

Με τις τοποθετήσεις συνέδρων συνεχίζονται οι εργασίες του 1ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ενώ στην τοποθέτησή του ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Γιάννης Δραγασάκης, έθεσε προς απάντηση τα ερωτήματα: Πώς θα οικοδομηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, σε ποια ζητήματα πρέπει να επικεντρωθεί η δράση του ΣΥΡΙΖΑ και σε ποια ζητήματα θα κριθεί η κυβέρνηση της Αριστεράς.

Τοποθετούμενος ο κ. Δραγασάκης και ξεκινώντας από το τρίτο ερώτημα, είπε ότι δεν είναι δεδομένο το σε ποια ζητήματα θα κριθεί η κυβέρνηση της Αριστεράς, καθώς αυτό είναι ένα θέμα που θα εξαρτηθεί και από τη διαμόρφωση των συσχετισμών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη.

Ταυτόχρονα, ο κ. Δραγασάκης είπε ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα κριθεί τόσο από την «μαξιμαλιστικότητα» των στόχων που θα θέσει, όσο από ένα νέο ήθος που θα εισάγει ούσα σε ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, ο αντιπρόεδρος της Βουλής είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επικεντρωθεί σε πολιτικό, κοινωνικό και κινηματικό επίπεδο, έχοντας κατ' αρχήν ανοιχτό μέτωπο με την ηττοπάθεια και με εκείνους που πιστεύουν ότι «τίποτα δεν αλλάζει».

«Αυτό πρέπει να ξεκινήσει από μας, από όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς» πρόσθεσε.

Ο κ. Δραγασάκης, αναφορικά με τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι το «τι κόμμα θέλουμε, εξαρτάται από το χαρακτήρα της εποχής» και προσέθεσε ότι από τον Εμφύλιο και μετά και για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο έως τις μέρες μας, η Αριστερά είτε διαδραμάτιζε συμπληρωτικό (σε άλλες πολιτικές δυνάμεις), είτε περιθωριακό ρόλο.

«Στην εποχή μας είναι αναγκαία η συγκέντρωση των δυνάμεων της Αριστεράς και η μετατροπή της σε ηγεμονική δύναμη» τόνισε ο κ. Δραγασάκης προσθέτοντας ότι, αν επιλυθεί αυτό το ζήτημα, θα ακολουθήσει και η ανάλογη οργανωτική δομή του κόμματος.

«Θέλουμε ένα αριστερό κόμμα ανοιχτό, ενώ θέλουμε και ένα ΣΥΡΙΖΑ συνεκτικό εσωτερικά και αυτό -το πώς εξασφαλίζεται η εσωτερική συνοχή- είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί από τους φιλοσόφους και τους κοινωνιολόγους μας μετά το Συνέδριο» κατέληξε ο κ. Δραγασάκης.