Γίναμε σοφότεροι μετά την ανακοίνωση των βάσεων;

Η αναντιστοιχία μεταξύ σπουδών και αγοράς εργασίας παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια

Γίναμε σοφότεροι μετά την ανακοίνωση των βάσεων;
Αρχείου - Eurokinissi

Κάθε χρόνο, τέλη Ιουλίου, η ίδια ερώτηση πλανάται πάνω από γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς: τι μας λένε οι βάσεις;

Μας αποκαλύπτουν κάτι νέο για τις τάσεις και τις επιλογές των υποψηφίων ή επιβεβαιώνουν ότι η νοοτροπία μένει σταθερά προσανατολισμένη προς τις ίδιες, «παραδοσιακές» σχολές;

Οι βάσεις ανεβαίνουν ή πέφτουν, οι προτιμήσεις όμως παραμένουν σχεδόν αμετάβλητες. Ιατρικές, Νομικές, Πολυτεχνικές Σχολές, Ψυχολογίες και συγκεκριμένα τμήματα του Οικονομικού Πεδίου συνεχίζουν να αποτελούν τον βασικό πυρήνα των πρώτων επιλογών, ανεξάρτητα από τις προοπτικές απασχόλησης, τη συνάφεια με τις προσωπικές κλίσεις ή τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η «κοινωνική αποδοχή» μιας σχολής συχνά βαραίνει περισσότερο από την ουσιαστική επιλογή. Ωστόσο, αρχίζουν να διαφαίνονται μικρές αλλά ενδιαφέρουσες εκλάμψεις διαφοροποίησης – με μια σταδιακή στροφή υποψηφίων προς επιστήμες που σχετίζονται με την έρευνα, τα δεδομένα, το μάρκετινγκ και την επικοινωνία.

Μήπως ήρθε η ώρα να δούμε διαφορετικά την έννοια της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση;

Παράλληλα, αναδεικνύεται ξανά το ερώτημα: μήπως ήρθε η ώρα να δούμε διαφορετικά την έννοια της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Μήπως η Πολιτεία, σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και την αγορά εργασίας, θα πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο τοπίο σπουδών, με σύγχρονα, ευέλικτα και επαγγελματικά συνδεδεμένα τμήματα; Και κυρίως, κατά πόσο η αναμενόμενη είσοδος των μη κρατικών πανεπιστημίων θα επηρεάσει τις μελλοντικές επιλογές των υποψηφίων, δημιουργώντας ένα διαφορετικό τοπίο προσδοκιών, ανταγωνισμού και αξιολόγησης; Σε αυτό το νέο πλαίσιο, η ανάγκη για ένα ισχυρό, λειτουργικό και στρατηγικά σχεδιασμένο δημόσιο πανεπιστήμιο είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής έχει περιορίσει την εισαγωγή υποψηφίων με ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις, διαμορφώνοντας ένα πιο απαιτητικό πλαίσιο για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, έχει μεταφερθεί το βάρος της επιλογής στους ίδιους τους υποψηφίους, οι οποίοι καλούνται να κινηθούν μέσα σε ένα ευρύ φάσμα τμημάτων, χωρίς την απαραίτητη καθοδήγηση επαγγελματικού προσανατολισμού και χωρίς επαρκή ενημέρωση για τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προοπτικές.

Παράλληλα, ένα φαινόμενο που γίνεται ολοένα και πιο έντονο με την πάροδο των ετών είναι η λειτουργία πανεπιστημιακών τμημάτων με πολύ χαμηλό αριθμό εισακτέων. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου τα εν λόγω τμήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαιρετική επιλογή, είτε λόγω της επιστημονικής τους εμβάθυνσης είτε λόγω των θετικών προοπτικών στην αγορά εργασίας, δεν προτιμώνται από τους υποψηφίους. Κυριότερος λόγος συχνά είναι η γεωγραφική τους θέση, που τα καθιστά λιγότερο ελκυστικά ως προορισμούς σπουδών.

Την ίδια στιγμή, παρατηρείται σταδιακή αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος των μαθητών για παραδοσιακά τμήματα, όπως σε σχολές Ανθρωπιστικών Επιστημών (Φιλολογίας, Φιλοσοφίας κ.ά.), ακόμα και όταν αυτά βρίσκονται σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε επιστημονικά πεδία όπως τα Μαθηματικά και η Φυσική, τα οποία φαίνεται να υποχωρούν στις προτιμήσεις των υποψηφίων.

Το κρίσιμο ερώτημα

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι απλό αλλά βαθιά ουσιαστικό: διαθέτουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οδηγεί τους νέους σε βιώσιμες, μελλοντικά επωφελείς σπουδές ή απλώς ανακυκλώνουμε διαχρονικές προσδοκίες χωρίς επαναξιολόγηση των συνθηκών;

Από τη μία πλευρά, η βαρύτητα των "παραδοσιακών" σχολών εξακολουθεί να κατευθύνει τις πρώτες επιλογές. Από την άλλη, ο κόσμος αλλάζει. Κλάδοι όπως η Ενέργεια, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η Πράσινη Οικονομία και η Ανάπτυξη Λογισμικού καθορίζουν πλέον το αύριο, αλλά παραμένουν ελάχιστα ενταγμένοι στα δημόσια προγράμματα σπουδών με τη δυναμική που θα άρμοζε στη σημασία τους.

Η αναντιστοιχία μεταξύ σπουδών και αγοράς εργασίας παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια: πολλές σχολές εξακολουθούν να εκπαιδεύουν, και μάλιστα με μεγάλο αριθμό αποφοίτων, σε γνωστικά πεδία των οποίων οι επαγγελματικές προοπτικές είναι περιορισμένες ή εμφανίζουν σημάδια κορεσμού.

Την ίδια στιγμή, αρκετοί φοιτητές «εγκλωβίζονται» σε ένα τμήμα χωρίς ουσιαστική δυνατότητα μετάβασης ή επανακατεύθυνσης, ακόμα κι αν στην πορεία διαπιστώσουν ότι δεν τους ταιριάζει. Μια εθνική στρατηγική που θα προωθεί την κινητικότητα και την ευελιξία των πτυχίων, με έμφαση στις δεξιότητες και τις εξειδικεύσεις, θα μπορούσε να μειώσει τις αποχωρήσεις, να ενισχύσει την επιτυχία των σπουδών και να φέρει πιο κοντά την εκπαίδευση με την απασχόληση.

Απουσία εθνικής στρατηγικής για τον επαγγελματικό προσανατολισμό

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η απουσία εθνικής στρατηγικής για τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Δεν υπάρχει ακόμη ένας οργανωμένος μηχανισμός, από το Γυμνάσιο κιόλας, που να στηρίζει τους μαθητές στη διερεύνηση των δεξιοτήτων τους, στην κατανόηση του εαυτού τους, στη γνωριμία με σύγχρονες επιλογές και προοπτικές. Πολλοί νέοι εξακολουθούν να επιλέγουν με βάση την πόλη, την ονομασία της σχολής ή τη φήμη της, κι όχι το πραγματικό τους ενδιαφέρον ή τη μελλοντική βιωσιμότητα του επαγγέλματος.

Μήπως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή για μια τολμηρή αναδιοργάνωση του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας; Με έμφαση στη δημιουργία νέων τμημάτων, σε διαθεματικά γνωστικά αντικείμενα, σε προγράμματα σπουδών που εξελίσσονται διαρκώς και κυρίως σε ουσιαστική σύνδεση με την αγορά εργασίας, την καινοτομία και τις προκλήσεις της νέας εποχής. Και πάνω απ’ όλα με έγκαιρη, έγκυρη και συστηματική ενημέρωση των μαθητών για τις επιλογές τους, ώστε η πορεία προς το πανεπιστήμιο να γίνεται με περισσότερη γνώση και λιγότερο ένστικτο

Γιατί η επιλογή σπουδών δεν είναι απλώς θέμα μορίων, αλλά στρατηγικής ζωής.

Διαβάστε επίσης

Σχόλια
Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή