ΚΟΣΜΟΣ

«Υπερόπλα» ή όχι; Τι είναι και τι αλλάζουν τα πολυηχητικά όπλα που αναπτύσσουν οι μεγάλες δυνάμεις

hypersonic
AP

Τα πολυηχητικά (hypersonic) όπλα, ικανά να πετούν με ταχύτητα πενταπλάσια του ήχου και άνω, χωρίς να αφήνουν πολλά περιθώρια στον αντίπαλο να αντιληφθεί τον στόχο τους και να αντιδράσει αποτελεσματικά, θεωρούνται «game changer» για τη στρατιωτική τεχνολογία και τους πολέμους του μέλλοντος.

Σχετικές έρευνες γίνονται από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες χώρες, καθώς θεωρείται πως αλλάζουν το στρατηγικό περιβάλλον, καθώς παρέχουν σε αυτόν που τα χρησιμοποιεί τη δυνατότητα να υπερνικά τις αντιπυραυλικές άμυνες του αντιπάλου, χτυπώντας τον με απρόβλεπτα και αιφνιδιαστικά χτυπήματα. Χάρη στην ταχύτητά τους, τις δυνατότητες να φέρουν συμβατικές ή πυρηνικές κεφαλές, να αποκαλύπτουν τον στόχο τους την τελευταία στιγμή και τη δυσκολία αναχαίτισής τους, θεωρείται από πολλούς πως μπορούν να υπονομεύσουν την παρούσα ισορροπία πυρηνικών όπλων, ως εκ τούτου επιφέροντας αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας στρατηγικής ισορροπίας.

Είναι όμως όντως έτσι τα πράγματα, ή πρόκειται για μια τάση που προκαλεί περισσότερο «θόρυβο» από ό,τι ενδεχομένως θα έπρεπε; Αυτό είναι το ερώτημα με το οποίο καταπιάνεται η ερευνήτρια Ντομίνικα Κουνερτόβα σε ανάλυσή της στο CSS (Center for Strategic Studies) στο ETH Zurich, υπογραμμίζοντας πως, αν και μπορούν όντως να αλλάξουν τις παραμέτρους στρατηγικής σταθερότητας ως τα μέσα αυτής της δεκαετίας, στην πραγματικότητα η έκταση της επίδρασής τους παραμένει άγνωστος παράγων.

Αποτροπή και πολυηχητικά όπλα

Όπως γράφει η ερευνήτρια, επί Ψυχρού Πολέμου η στρατηγική σταθερότητα σήμαινε σταθερότητα αποτροπής: Οι αντίπαλοι ήταν σε θέση να αντεπιτεθούν επειδή η άλλη πλευρά δεν μπορούσε να τους στερήσει τις πυρηνικές τους δυνατότητες με ένα αιφνιδιαστικό πρώτο πλήγμα. Σήμερα η στρατηγική σταθερότητα κινείται πέρα από τα όρια των διμερών πυρηνικών δυνατοτήτων και αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στη στρατιωτική στρατηγική, τα δόγματα και πολλαπλές «ασύμμετρες πυρηνικές σχέσεις».

«Προηγμένες συμβατικές δυνατότητες με διαταρακτική δυνατότητα, περιλαμβανομένων των πολυηχητικών όπλων, μπορούν να μεταβάλουν την εκλαμβανόμενη σταθερότητα της αμοιβαίας τρωτότητας και να αυξήσουν το άγχος περί απώλειας αντιποίνων και πιθανότητας προληπτικού πλήγματος» σημειώνει σχετικά.

Ήδη είναι σε εξέλιξη τεχνολογική κούρσα εξοπλισμών: Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα επιδίδονται σε ανταγωνισμό για τη στρατιωτική ανωτερότητα στον 21ο αιώνα. Οι τρεις αυτές χώρες θεωρείται πως έχουν τα πιο προηγμένα προγράμματα έρευνας πάνω στα πολυηχητικά όπλα. Άλλες χώρες που αναπτύσσουν τέτοια όπλα, όπως γράφει η ερευνήτρια, είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Αυστραλία, ενώ επενδύσεις σε συστήματα πολυηχητικής προώθησης πραγματοποιούν και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία, το Ιράν, το Ισραήλ και Νότια Κορέα.

Οι ΗΠΑ θεωρείται ότι έχουν τη μεγαλύτερη εμπειρία στον κλάδο, μα η Κίνα και η Ρωσία φαίνονται να έχουν σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο στην αξιοποίηση της πολυηχητικής τεχνολογίας για στρατιωτικούς σκοπούς. Η Ρωσία έχει αναφερθεί πως έθεσε σε υπηρεσία τα πρώτα της πολυηχητικά όπλα τον Δεκέμβριο του 2019 και η Κίνα το 2020, ενώ οι ΗΠΑ θεωρείται πως μάλλον δεν θα έχουν σε υπηρεσία δικά τους πολυηχητικά όπλα πριν το 2023. «Αυτό επειδή και η Κίνα και η Ρωσία πιστεύουν ότι έχουν έναν άμεσο λόγο για τη στρατιωτική εφαρμογή της πολυηχητικής τεχνολογίας: Και οι δύο φοβούνται πως οι δυνατότητες δευτέρου πλήγματός τους υπονομεύονται από τα υπάρχοντα αμερικανικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας και ως εκ τούτου, για λόγους εθνικής ασφαλείας, εστιάζουν στην ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων που θα μπορούν να τα υπερνικούν».

Συνεχίζοντας, ωστόσο, η ερευνήτρια αναφέρει πως υπάρχει μια τάση υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων των νέων αυτών όπλων και παράβλεψης των πιθανών μειονεκτημάτων τους.

«Πρόσφατες έρευνες προειδοποιούν ότι η τρέλα γύρω από τα πολυηχητικά οπλικά συστήματα δεν φαίνεται να δικαιολογείται από τεχνικής άποψης. Ακόμα χειρότερα, οι μεγάλες δυνάμεις ίσως να μην νοιάζονται: Καθώς τις έχει πιάσει ο φόβος απώλειας της τεχνολογικής υπεροχής και εν τέλει του εθνικού τους πρεστίζ, η ζημιά στην εκλαμβανόμενη στρατηγική σταθερότητα έχει προκληθεί ήδη» σημειώνει.

Τι είναι τα πολυηχητικά όπλα: Οι κατηγορίες τους

Η πολυηχητική τεχνολογία κάνει διάκριση μεταξύ δύο βασικών κατηγοριών: Των βαλλιστικών πυραύλων και των πυραύλων cruise. Οι βαλλιστικοί πύραυλοι είναι γρήγοροι, μα λιγότερο ακριβείς, και η πτήση τους μπορεί να υπολογιστεί με βάση την τροχιά και την ταχύτητα. Οι πύραυλοι cruise μπορούν να μεταβούν στον στόχο με μεγαλύτερη ακρίβεια, μα πετούν σχετικά αργά.

Οι περισσότεροι πύραυλοι πετούν σε υπερηχητικές ταχύτητες μεταξύ Μαχ 1 (ταχύτητα του ήχου) και Μαχ 5. Τεχνικά μιλώντας, όλοι οι διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ICBM) είναι πολυηχητικοί, καθώς μπορούν να πετούν ταχύτερα από Μαχ 5.

Η νέα γενιά πολυηχητικών όπλων συνδυάζει τα πλεονεκτήματα των πυραύλων cruise και των βαλλιστικών πυραύλων: Μεγάλη ταχύτητα και υψηλή ακρίβεια. Πετούν σε διατηρούμενη ταχύτητα άνω του Μαχ 5 (6.125 χλμ/ ώρα) και, αντίθετα με τους βαλλιστικούς πυραύλους, που είναι προβλέψιμοι, τα πολυηχητικά όπλα (hypersonic weapons) έχουν απρόβλεπτο χαρακτήρα, καθώς μπορούν να ελίσσονται και να αλλάζουν ύψος εντός της ατμόσφαιρας. Ως εκ τούτου, αυτό που τα διαφοροποιεί από τη συμβατική πυραυλική τεχνολογία είναι η ευελιξία και το ύψος πτήσης.

Τα πολυηχητικά όπλα έρχονται σε δύο κύριες κατηγορίες: HCM (hypersonic cruise missiles) και HGV (hypersonic glide vehicles). Οι HCM είναι μια ταχύτερη έκδοση των υπαρχόντων πυραύλων cruise, πετώντας σε ύψη 20-30 χλμ, με κινητήρες scramjet.

hypersonic

Tα HGV, από την άλλη, δεν είναι αυτοπροωθούμενα και βασίζονται σε αεροδυναμική τεχνολογία, προωθούμενη από πυραύλους. Αφού απελευθερώνονται σε ύψος 40-100 χλμ, πέφτουν προς τα κάτω, σε πολυηχητικές ταχύτητες, για να χτυπήσουν τους στόχους τους. Η δυνατότητά τους να ελίσσονται και να απελευθερώνονται σε διαφορετικά ύψη καθιστά την πορεία τους απρόβλεπτη και δύσκολο να υπολογιστεί.

Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα

Τα πλεονεκτήματα τέτοιων όπλων είναι προφανή: Η μεγάλη τους ταχύτητα δεν αφήνει πολλά χρονικά περιθώρια για λήψη αποφάσεων, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο ανθρώπινου σφάλματος, ενώ σε συνδυασμό με τα ύψη και τις απρόβλεπτες τροχιές τους, είναι δύσκολος ο εντοπισμός τους από τα υπάρχοντα δίκτυα αισθητήρων αεράμυνας. Ως εκ τούτου, γράφει η ερευνήτρια, τα μελλοντικά δίκτυα αντιπυραυλικής άμυνας θα απαιτούν δυνατότητες τεχνητής νοημοσύνης για να αντιδράσουν γρήγορα.

Άλλο ένα πλεονέκτημα είναι πως, αν και μπορούν να καταστρέψουν τους στόχους τους απλά και μόνο με την κινητική τους ενέργεια και την ακρίβειά τους, έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν και κεφαλές, συμβατικές ή πυρηνικές. Αυτό αυξάνει την αβεβαιότητα- και ως εκ τούτου μπορούν να εξελιχθούν σε έναν πραγματικό εφιάλτη στρατηγικής σταθερότητας: Τι μπορεί να έχει πάνω του το εισερχόμενο αντικείμενο που εντοπίστηκε;

Σε τι επίπεδο βρίσκονται

Στην καλύτερη θέση ως προς τη στρατιωτική εφαρμογή των πολυηχητικών συστημάτων είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι χώρες προτιμούν να κρατούν μυστικά τα στοιχεία για αυτά τα προγράμματα, και λίγα δεδομένα είναι διαθέσιμα στο ευρύ κοινό, οπότε και η αξιολόγηση των επιδόσεων αυτών των νέων όπλων είναι δύσκολη. Ρωσία και Κίνα θεωρείται πως υπερβάλλουν για την επιχειρησιακή κατάσταση των συστημάτων τους, για σκοπούς προπαγάνδας, ωστόσο πέρυσι ο διευθυντής αμυντικών ερευνών και μηχανολογίας του Πενταγώνου είχε παραδεχτεί πως η Κίνα κινείται πιο γρήγορα από τις ΗΠΑ.

Επίσης, οι ΗΠΑ, αντίθετα με την Κίνα και τη Ρωσία, έχουν δημόσια απορρίψει το ενδεχόμενο απόκτησης πολυηχητικών όπλων ικανών να φέρουν πυρηνικά όπλα- κάτι που σημαίνει ότι τα αμερικανικά όπλα θα πρέπει να είναι πιο ακριβή για να είναι αποτελεσματικά.

Οι ΗΠΑ γενικότερα διερευνούν τη hypersonic τεχνολογία εδώ και δεκαετίες, ωστόσο η ανάπτυξη τέτοιων όπλων και της απαιτούμενης βιομηχανικής βάσης έγινε προτεραιότητα μόλις πρόσφατα για το Πεντάγωνο και το Κογκρέσο, κυρίως λόγω των κινήσεων της Ρωσίας και της Κίνας: Ειδικότερα, οι Αμερικανοί επιτάχυναν τα προγράμματά τους από το 2018 και μετά, αφού ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ανακοίνωσε νέα πολυηχητικά «υπερόπλα». Θεωρείται πως οι ΗΠΑ θα έχουν επιχειρησιακά τέτοια όπλα το 2023.

Η Ρωσία από πλευράς της επιζητά πολυηχητικά όπλα ικανά να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, προς ενίσχυση της πυρηνικής αποτρεπτικής της ισχύος. Επενδύοντας σε νέες κατηγορίες όπλων (πολυηχητικά, πυρηνοκίνητα όπλα με πυρηνικές κεφαλές) η Ρωσία προσπαθεί να βρει διαφορετικούς τρόπους να υπερνικά τις αμερικανικές άμυνες. Επίσης, η Μόσχα χρησιμοποιεί τα προγράμματά της αυτά για να επιδεικνύει τη θέση της ως μεγάλη δύναμη, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων.

Η Κίνα, από πλευράς της, αναπτύσσει τέτοια όπλα για να προβάλει περισσότερο τη δύναμή της στη Νότια Σινική Θάλασσα και στην Ταϊβάν, παρακάμπτοντας τις αμερικανικές αντιπυραυλικές άμυνες στην περιοχή της Ασίας- Ειρηνικού. Αυτό, σημειώνει η αναλύτρια, αντικατοπτρίζει τον κινεζικό φόβο περί αμερικανικού προληπτικού χτυπήματος που θα μπορούσε να της στερήσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο, και ως εκ τούτου τη δυνατότητα για αντίποινα.

Σε γενικές γραμμές, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα έχουν ισχυρά κίνητρα για να αποκτήσουν δυνατότητες πολυηχητικών όπλων, όχι απλά για να έχουν περισσότερους πυραύλους μακράς εμβέλειας και ισχυρότερη πυρηνική αποτροπή, μα και για την τακτική τους χρήση σε ναυτικές αναμετρήσεις- όπως πχ αντιπλοϊκούς πυραύλους ικανούς να βυθίσουν αεροπλανοφόρα.

Άμυνες απέναντι στα πολυηχητικά όπλα

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν αντίμετρα/ άμυνες απέναντι στην πολυηχητική απειλή, ωστόσο αυτό ενδεχομένως να αλλάξει κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2020. Η US Missile Defense Agency (MDA) αναπτύσσει συστήματα αντιπυραυλικής προστασίας κατά πολυηχητικών απειλών μαζί με τη Space Development Agency, στο πλαίσιο της National Defense Space Architecture. Πρόκειται για πολλαπλών στρωμάτων αρχιτεκτονική 550 δορυφόρων, που αναμένεται να τεθεί σε υπηρεσία ως το 2025, καλύπτοντας πλήρως όλο τον κόσμο και επιτρέποντας στις ΗΠΑ να εντοπίζουν και ιχνηλατούν προηγμένες πολυηχητικές απειλές σε μεγάλα και μικρά ύψη. Επίσης, η MDA εξετάζει και αμυντικές εφαρμογές κατευθυνόμενης ενέργειας.

Η ενδεχόμενη υπερεκτίμηση

Δεδομένων των πλεονεκτημάτων που συνεπάγονται αυτά τα όπλα, σε στρατηγικό (αποτροπή) και τακτικό (ταχύτατα πλήγματα σε μεγάλες αποστάσεις) επίπεδο, υπάρχουν και ερωτήματα ως προς το ενδεχόμενο να υπερεκτιμώνται.

Όπως σημειώνει η αναλύτρια, τα όπλα αυτά φαντάζουν τρομακτικά και ασταμάτητα, ωστόσο ενδεχομένως αυτή νέα γενιά όπλων να έχει «εξελικτικό» χαρακτήρα: «Ειδικοί διαφωνούν για την τεχνική τους βιωσιμότητα, τη χρησιμότητα και ως εκ τούτου την επίδρασή τους στη στρατηγική σταθερότητα. Το ‘trade-off’ μεταξύ ταχύτητας, υψομέτρου, ευελιξίας και ακρίβειας απαιτεί περαιτέρω έρευνα» γράφει σχετικά- προσθέτοντας επίσης πως αρκετοί ειδικοί λένε ότι η Ρωσία και η Κίνα έχουν ήδη τα μέσα να χτυπήσουν το αμερικανικό έδαφος με τους διηπειρωτικούς τους πυραύλους, οπότε, από αυτήν την άποψη, «τα πολυηχητικά όπλα είναι μια αχρείαστη σπατάλη χρημάτων, καθώς δεν παρέχουν ένα νέο στρατηγικό πλεονέκτημα. Το να πετάς ταχύτερα, να χτυπάς σκληρότερα και από μεγαλύτερη απόσταση είναι εξελικτικά, αντί για επαναστατικά χαρακτηριστικά της πυραυλικής τεχνολογίας. Η ταχύτητα και η εμβέλεια των προηγμένων πολυηχητικών συστημάτων ακόμα και ικανών να φέρουν πυρηνικά όπλα, είναι συγκρίσιμες με των ICBM».

Εν συνεχεία, σημειώνει η ερευνήτρια, απαιτούνται χρόνος και πόροι για την ανάπτυξη και αξιοποίηση των πολυηχητικών δυνατοτήτων, καθώς οι τεχνικές προκλήσεις είναι μεγάλες, ιδίως από άποψης αεροδυναμικής και αντοχής υλικών. Επιπλέον, πρόσφατες μελέτες πάνω στα πολυηχητικά «gliders» (αεροδυναμικά οχήματα) δημιουργούν ερωτηματικά περί πιθανών υπερβολικών εκτιμήσεων για τα πλεονεκτήματα των HGV (πχ την ταχύτητα με την οποία εν τέλει φτάνουν στον στόχο), σε σημείο που υπάρχοντα συστήματα (Patriot, THAAD) ενδεχομένως να μπορούν να τα αντιμετωπίσουν ήδη.

Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με την ευελιξία τους: Τα όπλα αυτά, που κινούνται με εξωτερική πλοήγηση, θα μπορούσαν να παραπλανηθούν ή να δεχτούν παρεμβολές, ενώ οι μεγάλες ταχύτητες και οι αντίστοιχα υψηλές θερμοκρασίες λόγω της τριβής (2000 βαθμούς Κελσίου και άνω) θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκαλέσουν προβλήματα στη λήψη των απαραίτητων σημάτων πλοήγησης. Πάντα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν και αμφιβολίες για το πόσο «αόρατα» θα παρέμεναν, δεδομένου του ίχνους που αφήνουν λόγω των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται κατά την πτήση.

«Συνολικά, τα πολυηχητικά συστήματα μπορεί να μην είναι πιο γρήγορα ή πιο αόρατα από τους παλιούς καλούς ICBM. Προς το παρόν, τα πλεονεκτήματά τους φαίνονται να είναι ‘απόκρυφα’…και ακόμα και αν φαντάζουν αυτή τη στιγμή ασταμάτητα, κάποια στιγμή εμφανίζεται πάντα ένα αντίμετρο για σε κάθε όπλο» σημειώνει η αναλύτρια.

Η κούρσα εξοπλισμών

Καταλήγοντας πάντως, σημειώνει πως, παρά όλους αυτούς τους άγνωστους παράγοντες, τα όπλα αυτά μπορούν να διαταράξουν όντως τη στρατηγική σταθερότητα, και για αυτό θα έπρεπε να αποφευχθεί μια κούρσα εξοπλισμών, η οποία ήδη αποσταθεροποιεί το περιβάλλον ασφαλείας.

«Τα πολυηχητικά όπλα θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στις μελλοντικές συμφωνίες ελέγχου εξοπλισμών για τον περιορισμό της εξάπλωσής τους. Ωστόσο οι μεγάλες δυνάμεις είναι λιγότερο πιθανό να διαπραγματευτούν νέες πολυμερείς συνθήκες σε μια περίοδο κατά την οποία εμπλέκονται ευρέως σε μια κούρσα εξοπλισμών για την κατασκευή και τελειοποίηση αυτών των όπλων. Ως αποτέλεσμα, η σταθερότητα φαίνεται να κινδυνεύει, εξαιτίας της δυναμικής επίθεσης- άμυνας: Η Ρωσία και η Κίνα αναπτύσσουν επιθετικές πολυηχητικές δυνατότητες για να υπερνικήσουν τις αμερικανικές αντιαεροπορικές και αντιπυραυλικές άμυνες, κάνοντας τις ΗΠΑ να επενδύσουν σε τρόπους ανάπτυξης νέων αμυντικών συστημάτων για την αντιμετώπιση αυτής της πολυηχητικής απειλής…συνθήκες ελέγχου εξοπλισμών από μόνες τους δεν μπορούν να αποκαταστήσουν τη στρατηγική σταθερότητα. Μηχανισμοί πρόληψης συγκρούσεων και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μπορούν να κατευνάσουν τους φόβους και να περιορίσουν τα κίνητρα πρώτης χρήσης, βελτιώνοντας τη διαφάνεια και τον διάλογο. Επιπλέον, συμμαχίες και στρατιωτικές σχέσεις με χώρες που δεν είναι εξοπλισμένες με πυρηνικά παίζουν όλο και πιο σημαντικό ρόλο…αμοιβαία ανταπόδοση μονομερών κινήσεων, όπως η μείωση των εθνικών επενδύσεων σε προγράμματα πολυηχητικών όπλων, η ανοιχτή στάση σε ανταλλαγές δεδομένων, η διεξαγωγή κοινών τεχνικών μελετών…μπορούν να αμβλύνουν τον έντονο ανταγωνισμό. Και πάλι, ωστόσο, είναι λογικό να περιμένει κανείς μερικές παραπάνω ‘ηχητικές εκρήξεις’ (sonic boom- το φαινόμενο που παρατηρείται όταν σπάει το φράγμα του ήχου)».

Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.