Από τα μνημόνια στον ΟΠΕΚΕΠΕ... σαν να μην πέρασε μια μέρα
Το τσουνάμι των αποκαλύψεων και ο εφιάλτης της Προανακριτικής
Έγινε μια μεγάλη κουβέντα για τη συνέντευξη της Άνγκελα Μέρκελ στον Αλέξη Παπαχελά, με κορμό την ελληνική κρίση χρέους. Η οποία (συνέντευξη) δεν ήταν ούτε απολύτως ειλικρινής ούτε πλήρως σαφής. Μας είπε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας, της μάτωνε την καρδιά. Πρώτα απ’ όλα, κατά τη διήγησή της, η καρδιά «άρχισε να ματώνει» περί το 2010, δηλαδή με καθυστέρηση δύο χρόνων αφότου η Ευρώπη το ’χε τούμπανο και καημό μεγάλο, επίσης παράδοξο. Δεύτερον, δεν μας εξήγησε πόσο πολύ μάτωσε αυτή η καρδιά: τόσο όσο, όταν το προσφυγόπουλο της ζητούσε με δάκρυα στα μάτια να παραμείνει στη Γερμανία και να μην επιστρέψη στην εθνική του κόλαση και εκείνη του απαντούσε ότι δυστυχώς δεν πληρούνται… οι τυπικές προδιαγραφές; Ενδεχομένως.
Αλλά για να μην είμαστε και εντελώς άδικοι, τουλάχιστον μας επιβεβαίωσε κάτι σημαντικό: ότι οι ηγέτες γεννιώνται, δεν γίνονται. Η μίζερη επίκληση των περιορισμών του γερμανικού Συντάγματος προκειμένου να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα, αν αυτό που έγινε τότε για την Ελλάδα, ήταν το καλύτερο δυνατό απέχει παρασάγκας από το whatever it takes του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος θεώρησε σημαντικότερη τη διάσωση της ευρωζώνης από την πιστή τήρηση του καταστατικού της ΕΚΤ, που προβλέπει «αυστηρό κόφτη» για τον πληθωρισμό. Ο «Super Mario» λοιπόν (τίτλος των ΝΕΩΝ της εποχής δια χειρός Χρήστου Μεμή) «καθάρισε» με συνοπτικές διαδικασίες, κινούμενος μάλιστα πίσω από την πλάτη της κυρίας Μέρκελ, η οποία διαφωνούσε κατηγορηματικά με το εγχείρημα. Είναι (ιστορικά) γνωστό ότι αιφνιδιάστηκε πλήρως, θύμωσε υπέρμετρα, αλλά εν τέλει το «αντάλλαξε» με κάποιες… εξυπηρετήσεις γερμανικού ενδιαφέροντος. Αυτό πάει να πει πρακτικός άνθρωπος!
Μας επιβεβαίωσε, επίσης, ότι λατρεύει το παιχνίδι του καλού και κακού «μπάτσου». Από την αφήγησή της αναδύεται η εικόνα της καλοκάγαθης νοικοκυράς και του «εμμονικού» με την «τιμωρία της αμαρτίας» Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Του ανθρώπου που κατά την πρώην καγκελάριο, διατεινόταν ότι για λόγους «ηθικής τάξεως», οι Έλληνες πρέπει να πληρώσουν την επιπολαιότητά τους, την αμερημνησία τους, την παρεκτροπή τους από τους κυρίαρχους κανόνες της Ευρώπης, πριν τους δοθεί οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας. Δεν αντιλέγω, ίσως ο πρώην υπουργός Οικονομικών να είχε έντονη επιρροή από την προτεσταντική λογική, είναι ωστόσο γνωστό ότι η Άνγκελα Μέρκελ είχε αναγάγει σε τέχνη να βγάζει άλλους «στη σέντρα».
Με την ευκαιρία αυτή, πάντως, ήρθαν στο νου μας μνήμες από το κλίμα που επικρατούσε τότε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Και κάτι ακόμα, ίσως πιο σημαντικό: το μπουρίνι φαινόταν ότι καταφθάνει περίπου από τα τέλη του 2008, πολύ πριν η τρόικα ετοιμάσει τις βαλίτσες της για την Αθήνα. Στο διάστημα που μεσολάβησε, το εκρηκτικό πρόβλημα κρύφτηκε κάτω από το χαλί για τις… τρέχουσες εκλογικές ανάγκες, για να μη στενοχωρηθεί ο ψηφοφόρος προ της κάλπης.
Και με αυτήν την επισήμανση, μεταφερόμαστε αυτομάτως στο σήμερα, που μας οδηγεί η επανάληψη, αν όχι η επιδείνωση των ίδιων pattern – συμπεριφοράς. Μέσα από την αποκάλυψη του κραυγαλέου σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, διαπιστώνουμε ότι η πολιτική εμφανίζει την τάση να δημιουργεί συνεχώς πελατειακά δίκτυα -στη συγκεκριμένη περίπτωση… υπερδιευρυμένα- οπότε στην πραγματικότητα είναι σαν να διεκδικεί τη θεσμική της νομιμοποίηση (μέσω της εκλογικής διαδικασίας) με εξωθεσμικές μεθόδους (εξαγορά ψήφων και δη με ξένα… κόλυβα).
Τρεις παρατηρήσεις:
Πρώτον: Τη δουλειά (της αποκάλυψης του σκανδάλου), την έκανε η ευρωπαϊκή εισαγγελία με την κρίσιμη συμβολή δύο υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ., όπως διαβάζω στο ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου (Τα Νέα). Τηρήθηκε, μάλιστα, «σιγή ιχθύος» στη φάση της διερεύνησης, σε σημείο… παρεξήγησης από πολιτικά πρόσωπα που εκ των υστέρων εξεπλάγησαν και ενοχλήθηκαν για την «έλλειψη στοιχειώδους πληροφόρησης».
Δεύτερον: Από το σύνολο των συνομιλιών που καταγράφηκαν από την ΕΛΑΣ μεταξύ κομματικών παραγόντων – αγροτοσυνδικαλιστών (και σε ορισμένες περιπτώσεις… κουμπάρων) της ΝΔ, διευθυντικών στελεχών και υπαλλήλων του αμαρτωλού ΟΠΕΚΕΠΕ, καθώς επίσης και με πληθώρα αναφορών σε πολιτικά πρόσωπα, προκύπτει μια πρωτοφανής άνεση που δεν συνηθίζεται στις οικονομικές απάτες – κομπίνες. Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι του δράματος, που λέγεται ότι αθροιστικά θα στοιχίσει γύρω στο 1 δισ. στους Έλληνες φορολογούμενους, μιλάνε μεταξύ τους χωρίς καμία προφύλαξη, λες και κανονίζουν τσιμπούσι με αμνοερίφια και πάντως όχι τσιμπούσι με υπεξαίρεση κοινοτικού χρήματος. Τι είναι αυτό ακριβώς; Υπέρμετρη αλαζονία που εδράζεται στη βεβαιότητα της ατιμωρησίας; Και από πού ακριβώς αντλούσαν όλοι αυτοί που είχαν πιστέψει ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο, ξεπερνώντας κάθε όριο ασυδοσίας;
Τρίτον: Κομπίνες είχαν γίνει και στο παρελθόν, με τη συνδρομή του «βαθέος κράτους», μόνο που για να διαπρέπει το «βαθύ κράτος» σε αυτό τον τόμέα, του χρειάζεται απαραιτήτως και μια «βαθιά κυβέρνηση». Άρα τα περί διαχρονικής παθογένειας του κρατικού μηχανισμού, προτείνω να τα ακούμε βερεσέ. Επιπροσθέτως, τα όσα διαδραματίστηκαν επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης είναι πρωτοφανή σε έκταση, αν αληθεύει το στοιχείο ότι επιδοτήθηκαν παρανόμως 200 χιλιάδες μη δικαιούχοι, ενώ η όλη επιχείρηση διεξαγόταν χωρίς να τηρείται κανένα απολύτως πρόσχημα. (Επιστρέφουμε στο δίδυμο ατιμωρησία – αλαζονία). Αφήστε που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το κυβερνητικό αφήγημα της μεταρρυθμιστικής ατζέντας και του τεχνικού επιτελικού κράτους που ως τις παραμονές των ευρωεκλογών του 2024, συσπείρωνε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης.
Ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε την αποτυχία. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να επαναφέρει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην παράταξή του. Γιατί η απουσία ισχυρής αντιπολίτευσης, ενδέχεται να μην αποτελεί, μέχρι στιγμής, επαρκή «εγγύηση» για τα μελλούμενα.