ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ανταγωνιστικότητα: Χαμένη στη μετάφραση η βιομηχανία

Ανταγωνιστικότητα: Χαμένη στη μετάφραση η βιομηχανία

Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας και το κόστος λειτουργίας στην ελληνική βιομηχανία-Πόσο ωφελήθηκε από τη μείωση του μισθολογικού κόστους;

Του Βασίλη Βασιλόπουλου

Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας υλοποιούνται πολιτικές που οδηγούν σε λογιστικές απεικονίσεις, επιβαρύνσεις στα κόστη παραγωγής και τελικώς δημιουργούνται συνθήκες ασφυξίας στις ελληνικές βιομηχανίες.

Μέχρι σήμερα το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που υλοποιεί η τρόικα έχει καταγράψει πολλές αποτυχίες, κυρίως σε ότι αφορά τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας.

Καμία όμως από τις πολιτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, που εντάσσονται στις απαιτήσεις των δανειστών και έχουν υλοποιηθεί από την κυβέρνηση, δεν βοήθησε μεταρρυθμιστικά την ελληνική βιομηχανία.

pinakas

Ποιο είναι το πρόβλημα;

Σήμερα μια βιομηχανία εντάσεως εργασίας δεν μπορεί να δηλώσει ότι ωφελήθηκε αποτελεσματικά από τη μείωση του μισθολογικού κόστους (μείωση μισθών και ορισμός κατώτατου).

Για παράδειγμα εάν το μισθολογικό κόστος αγγίζει το 30%, τότε η μείωση επίσης κατά 30% αυτού του κόστους από τις μνημονιακές πολιτικές, παράγει μείωση κόστους 9% για την επιχείρηση.

Ωστόσο, υπάρχουν άλλες κοστοβόρες παράμετροι που όχι μόνον ακυρώνουν την ελάφρυνση από τη μείωση μισθών αλλά ακόμη χειρότερα επιβαρύνουν το συνολικό κόστος παραγωγής.

Η περίπτωση του ενεργειακού κόστους είναι από τις πλέον σημαντικές. Σήμερα μια βιομηχανία που χρησιμοποιεί μεσαία τάση, πληρώνει κατά περίπου 60% αυξημένο τιμολόγιο στη ΔΕΗ σε σχέση με το 2009. Το παράδοξο είναι ότι δεν παρατηρείται σημαντική αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας αλλά μεγάλη ανατίμηση σε λοιπές επιβαρύνσεις. Μερικές από αυτές είναι προφανείς και αφορούν στις ΑΠΕ και το κόστος προστίμων για τους ρύπους από τον λιγνίτη.
Εάν το ενεργειακό κόστος άγγιζε το 30% στην παραγωγική διαδικασία, με τις ανατιμήσεις αυτές φτάνει το 40 έως 45% και εκμηδενίζει το όποιο όφελος από την μείωση του μισθολογικού κόστους.

Ένας ακόμα παράγοντας που υπονομεύει την ελληνική βιομηχανία είναι η έλλειψη ρευστότητας. Οι πιστώσεις από τις τράπεζες είναι είδος εν ανεπαρκεία με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αναγκάζονται να συρρικνώσουν την παραγωγική διαδικασία αφού το πρώτο που επιδιώκουν είναι η προμήθεια πρώτης ύλης και η κάλυψη της μισθοδοσίας.

Αναλυτικότερα, εάν σήμερα είναι προαπαιτούμενο να προπληρώσει η βιομηχανία τις πρώτες ύλες, αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να το κάνει με μετρητά και χωρίς να υπολογίζει την τραπεζική ρευστότητα. Την ίδια ώρα δεν εισπράττει από το κράτος την επιστροφή ΦΠΑ (οι καθυστερήσεις κυμαίνονται από 1 έως 3 χρόνια). Αντιθέτως, επιβαρύνονται από την αυξημένη φορολογία συμπεριλαμβανομένου του ΕΝΦΙΑ. Ακόμη χειρότερα για τις βιομηχανίες της 4ης ζώνης και ιδίως σε εθνικά ευαίσθητες και απομακρυσμένες περιοχές, τα ποσά που ο ΟΑΕΔ έδινε ως επίδομα για την κάλυψη του μισθολογικού κόστους και τα οποία προϋπολογίζονταν από τις βιομηχανίες στα επιχειρησιακά τους σχέδια (σχέδια προϋπολογισμού), δεν καταβάλλονται από το 2010.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, οι νέες ρυθμίσεις που συμψηφίζουν την επιστροφή ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος με οφειλές σε ασφαλιστικά ταμεία δεν συμπεριλαμβάνουν τις επιδοτήσεις του ΟΑΕΔ. Μόνον που οι εισφορές είναι πολύ μεγαλύτερα ποσά (ίσως εδώ να κρύβεται και η εξήγηση για την ακόμη μεγαλύτερη μείωση μισθών των εργαζομένων από τις εταιρείες και βεβαίως την ανασφάλιστη και μαύρη εργασία στο χώρο).

Βεβαίως, οι επιχειρήσεις μπορούν να καταθέσουν ως εγγύηση τη βεβαιωμένη απαίτηση επιστροφής ΦΠΑ σε μια τράπεζα και να προεξοφλήσουν έως και το 100% του ποσού. Αυτό όμως δεν ισχύει απαιτήσεις οι οποίες δεν είναι βεβαιωμένες αυτή του ΟΑΕΔ.

Ο φαύλος κύκλος που έχει δημιουργηθεί δείχνει και το πόσο προβληματική μπορεί να είναι η ανάκαμψη στην ελληνική βιομηχανία.

Επί παραδείγματι, εάν δεν υπάρξει κάποια εξέλιξη για την πρόκληση ενός επενδυτικού σοκ μέσω μίας δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας, δεν φαίνεται να επαρκούν μικρολογιστικές διορθώσεις για τη θεραπεία.

Βλέποντας τα πράγματα υπό το πρίσμα των εργαζομένων στη βιομηχανία, είναι σαφές ότι μόνο αυτή η παραγωγική δραστηριότητα μπορεί να αυξήσει την απασχόληση.

Σε κάθε περίπτωση η βιομηχανική πολιτική των δύο βασικών πόλων της πολιτικής ηγεσίας είναι σαφές ότι θα καταστεί σύντομα ένα από τα βασικά θέματα στη δημόσια σφαίρα αφού είναι η μοναδική πηγή που μπορεί να παραγάγει πλούτο και να απορροφήσει την ανεργία.

Πηγές: Υπουργείο Ανάπτυξης, Eurostat, OECD

Σχετικές ειδήσεις