ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Χαμηλή δυναμική στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις βλέπει η Κομισιόν

Χαμηλή δυναμική στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις βλέπει η Κομισιόν
INTIME

Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις ακόμη δεν έχουν καταφέρει να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τις διαδοχικές κρίσεις της περιόδου  2009 - 2018.

Κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η επισήμανση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τελευταία έκθεσή της για τις επιδόσεις των ΜμΕ στην Ε.Ε.-27 περί χαμηλής δυναμικής των ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό το χαρακτηριστικό μάλιστα συσχετίζει η Κομισιόν με το πόσο συχνά ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις στην Ελλάδα, κυρίως στους κλάδους της εστίασης και των καταλυμάτων, επιχειρήσεις συχνά βραχύβιες, με ευκαιριακό χαρακτήρα και με κίνητρο την ανάγκη. Τέτοια χαρακτηριστικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν και πολλές μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις επιδόσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε όλα τα κράτη-μέλη διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα αυτές αύξησαν την προστιθέμενη αξία τους κατά 7,6% το 2022 σε σύγκριση με το 2020. Επίδοση που φαίνεται μεν υψηλή, αλλά που όπως η ίδια η Κομισιόν αναφέρει στην πραγματικότητα είναι πολύ χαμηλότερη, καθώς η παραπάνω αύξηση είναι ονομαστική, δεν έχει ληφθεί υπόψη δηλαδή η επίδραση του υψηλού πληθωρισμού. Σημειώνεται ότι μόνο σε επτά κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Βέλγιο, Δανία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία και Σλοβενία) επετεύχθη πραγματική αύξηση της προστιθέμενης αξίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το 2022, ακόμη και μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό. Η απασχόληση στις ελληνικές ΜμΕ αυξήθηκε το 2022 σε σύγκριση με το 2020 κατά 5,1%, ενώ ο αριθμός των επιχειρήσεων κατά 3,6%.

Η βαθιά εξάρτηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τον κλάδο των υπηρεσιών αποτυπώνεται στα σχετικά στοιχεία της έκθεσης της Κομισιόν. Το 52,4% των ελληνικών ΜμΕ, έναντι 51,3% στην Ε.Ε., δραστηριοποιείται στον κλάδο των υπηρεσιών, το 28,8% στο εμπόριο, χονδρικό και λιανικό (έναντι 23,6% στην Ε.Ε.), το 8,7% στις κατασκευές (έναντι 15,4% στην Ε.Ε.) και το 8,5% στον κλάδο της μεταποίησης, ποσοστό ίδιο με αυτό στην Ε.Ε.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ποσοτικό. Είναι κυρίως ποιοτικό, όπως φανερώνουν τα στοιχεία για την προστιθέμενη αξία ανά κλάδο δραστηριοποίησης των ελληνικών ΜμΕ. Ετσι, το 35,4% της συνολικής προστιθέμενης αξίας των ελληνικών ΜμΕ προέρχεται από τον κλάδο των υπηρεσιών (40% στην Ε.Ε.), κάτι που σημαίνει ότι έχουμε μεν πολλές ΜμΕ σε αυτόν τον κλάδο, αλλά με σχετικά χαμηλές επιδόσεις, το 33,5% από το εμπόριο (24,5% στην Ε.Ε.), το 7,2% από τις κατασκευές (12,3%) και το 18,7% από τον κλάδο της μεταποίησης (19,1% στην Ε.Ε.).

Τα στοιχεία για τη διαχρονική εξέλιξη της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ δείχνουν και κάτι ακόμη ενδιαφέρον: το χαμένο έδαφος από τις διαδοχικές κρίσεις και κυρίως από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας δεν έχει ανακτηθεί πλήρως, με συνεπακόλουθο τη διεύρυνση του χάσματος με τις μεγάλες επιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν από 250 άτομα και άνω και αποτελούν στην Ελλάδα το 0,1% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων.

Ετσι, ενώ η προστιθέμενη αξία των ΜμΕ ήταν πάνω από 55 δισ. ευρώ το 2009, υποχώρησε ραγδαία τα επόμενα πέντε χρόνια φθάνοντας τα 26,61 δισ. ευρώ το 2014, ξεπέρασε τα 32 δισ. ευρώ το 2019, για να υποχωρήσει το 2020, χρονιά εκδήλωσης της πανδημίας, στα 28,36 δισ. ευρώ, και να διαμορφωθεί σε πάνω από 34 δισ. ευρώ το 2022, ελέω, βεβαίως, πληθωρισμού.