ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γιγαντώνεται η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση: Τεράστιες ανατιμήσεις σε φυσικό αέριο και ρεύμα

Γιγαντώνεται η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση: Τεράστιες ανατιμήσεις σε φυσικό αέριο και ρεύμα
pexels

Με εκρηκτικές αυξήσεις στο κόστος του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες, με αποτέλεσμα η ενεργειακή ακρίβεια να έχει εκτοξευτεί σε ιστορικά υψηλά σε αγορές-βαρόμετρα προτού καν τελειώσει το καλοκαίρι κι ενώ εντείνονται οι ανησυχίες για εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα.

 

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών επιβεβαιώνουν την ανάγκη για συλλογική ευρωπαϊκή αντίδραση έναντι των ενεργειακών ανατιμήσεων, δεδομένου του κινδύνου να υπάρξει σημαντική αύξηση στο κόστος ζωής στη Γηραιά Ήπειρο το επόμενο διάστημα, ενώ ο πληθωρισμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη ανήλθε στο 9,8% τον Ιούλιο.

Η τιμή προμήθειας φυσικού αερίου στον κόμβο TTF στην Ολλανδία, που αποτελεί σημείο αναφοράς για την τιμολόγηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, έκλεισε τη Δευτέρα στα 276,7 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε ξεπεράσει τα 294 ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι το κόστος του φυσικού αερίου έχει περίπου δεκαπλασιαστεί σε διάστημα μόλις ενός έτους - στις 24 Αυγούστου 2021 ανερχόταν στα 27,6 ευρώ - ενώ είναι 14 και πλέον φορές υψηλότερο συγκριτικά με τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας.

Εξίσου ανησυχητική ήταν η χθεσινή εικόνα σε αγορές-κλειδιά για την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας.

Στη Γερμανία, οι παραγγελίες ρεύματος για το επόμενο έτος ξεπέρασαν ενδοσυνεδριακά τα 700 ευρώ ανά μεγαβατώρα για πρώτη φορά, ενώ στη Γαλλία τα αντίστοιχα συμβόλαια έκλεισαν στα 801 ευρώ.

Πέραν της μεγάλης πίεσης στην τσέπη των καταναλωτών, αυτές οι απότομές και μεγάλες ανατιμήσεις συνιστούν μεγάλο πρόβλημα και για τη βιομηχανία, ειδικά τους ενεργοβόρους κλάδους, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι φόβοι για ύφεση στην ΕΕ μέσα στους επόμενους μήνες.

Η τέλεια καταιγίδα

Ο πανικός στις αγορές ενέργειας ήρθε στον απόηχο της αιφνιδιαστικής ανακοίνωσης της ρωσικής Gazprom ότι έχει προγραμματίσει τριήμερες εργασίες συντήρησης στον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 1 από την 31η Αυγούστου. Η Μόσχα έχει ήδη συρρικνώσει τη ροή αερίου προς την Ευρώπη μέσου του Nord Stream, επικαλούμενη τεχνικές δυσκολίες που προκαλούν οι ευρωπαϊκές κυρώσεις οι οποίες έχουν επιβληθεί στη ρωσική οικονομία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.

Επικρατεί μάλιστα έντονη ανησυχία ότι σε κάποιο σημείο η Μόσχα θα διακόψει εντελώς τις ροές, τη στιγμή που η ΕΕ είναι ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες ενόψει του χειμώνα.

Η μείωση των ρωσικών εξαγωγών, που τα προηγούμενα χρόνια αναλογούσαν περίπου στο 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου από την ΕΕ, συνδυάζεται με σειρά παραγόντων που στην πράξη συγκροτούν μία τέλεια καταιγίδα για την ενωμένη Ευρώπη.

Η ΕΕ επιδιώκει να αντικαταστήσει μεγάλο μέρος των εισαγωγών από τη Ρωσία με φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου, όμως οι ποσότητες LNG που δεν είναι δεσμευμένες μέσω προϋπάρχοντων συμβολαίων είναι περιορισμένες. Αυτό αναγκάζει τη Γηραιά Ήπειρο να επιδίδεται σε ανταγωνισμό με τις μεγάλες ασιατικές αγορές που επίσης εισάγουν αέριο όπως η Κίνα, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, οδηγώντας προς τα πάνω τις τιμές.

Παράλληλα, φέτος η Ευρώπη δεν μπορεί να βασιστεί στον στόλο των πυρηνικών μονάδών της Γαλλίας, ο οποίος υπολειτουργεί επί μήνες λόγω αναγκαίων εργασιών συντήρησης που σε πολλές περιπτώσεις είχαν αναβληθεί λόγω της πανδημίας. Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία, που παραδοσιακά εξάγει ηλεκτρική ενέργεια, βασίζεται σε εισαγωγές αερίου, επιτείνοντας το πρόβλημα. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα νεότερα επίσημα στοιχεία της κρατικής εταιρείας EDF, έως τον Ιούνιο η παραγωγή ρεύματος από πυρηνικούς σταθμούς στη Γαλλία ήταν μειωμένη κατά 15% σε σχέση με το 2021, που μεταφράζεται σε 27,6 τεραβατώρες.

Επιπλέον, ο παρατεταμένος καύσωνας που έπληξε εκτεταμένες περιοχές της Γηραιάς Ηπείρου φέτος προκάλεσε μεγάλη πτώση στη στάθμη μεγάλων ποταμών που αποτελούν νευρολογικούς πλωτούς άξονες για τη μεταφορά αγαθών. Αυτό επηρέασε, μεταξύ άλλων, τη μεταφορά φορτίων άνθρακα, στον οποίο στρέφονται εκτάκτως πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες προκειμένου να καλύψουν το κενό που προκαλούν το υψηλό κόστος και η περιορισμένη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου.