ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Reuters: Έτοιμη να πετάξει μόνη της στις αγορές ομολόγων η Ελλάδα

Reuters: Έτοιμη να πετάξει μόνη της στις αγορές ομολόγων η Ελλάδα

Μετά από χρόνια λιτότητας, η λήξη του προγράμματος βοήθειας τον Αύγουστο θα σηματοδοτήσει το τέλος της περιόδου που η Ελλάδα χρεοκόπησε, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της ξεπέρασαν το 40% και η χώρα κινδύνευσε να εκδιωχθεί από το ευρώ, αναφέρει χαρακτηριστικά το Reuters σε ανάλυσή του με τίτλο: «Η Ελλάδα ετοιμάζεται να πετάξει μόνη της στις αγορές ομολόγων» - Πρωταθλήτρια στις επενδύσεις του «Σχεδίου Γιούνκερ» η χώρα μας

Σήμερα, η Ελλάδα χρειάζεται να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές στην αγορά ομολόγων της, ώστε να μπορεί να χρηματοδοτείται αυτόνομα όταν τελειώσουν τα χρηματικά διαθέσιμα του προγράμματος βοήθειας.

Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μία νέα έκδοση για να αξιοποιήσει το θετικό κλίμα προς τα τέλη του τρίτου προγράμματος, την ένταξή της στο πρόγραμμα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή την περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της, τονίζεται στο δημοσίευμα.

«Ο ήλιος λάμπει πάνω από την Ελλάδα. Είναι σε μία ριζικά διαφορετική θέση και οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να αναβαθμίζουν τη χώρα», δήλωσε ο Νικ Γκάρτσαιντ, επικεφαλής διεθνών επενδύσεων σταθερού εισοδήματος της J.P. Morgan Asset Management, η οποία διαχειρίζεται 1,7 τρισ. δολάρια.

Σημαντικό ορόσημο θα ήταν η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της ΕΚΤ μετά τη λήξη του προγράμματος βοήθειας.

Καθώς το αξιόχρεο της Ελλάδας δεν είναι σε κατηγορία επενδυτικής διαβάθμισης (investment grade), έχει πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, επειδή βρίσκεται σε πρόγραμμα. Η ΕΚΤ έχει κάνει σαφές ότι μετά τη λήξη του προγράμματος, το waiver (η κατ' εξαίρεση πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση) της Ελλάδας θα ανακληθεί.

Για να ενταχθεί στο QE, η Ελλάδα θα έπρεπε να περάσει μία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της από την ΕΚΤ και αυτό είναι απίθανο να συμβεί, έως ότου η χώρα θα έχει εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο με τους πιστωτές στο Eurogroup για να λειανθεί το προφίλ του χρέους της, αναφέρει το δημοσίευμα.

Αναλυτές της HSBC, ωστόσο, σημείωναν ότι η Ελλάδα θεωρείται ειδική περίπτωση από τις Αρχές της Ευρωζώνης, κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια επιείκεια σχετικά με τους όρους που θα πρέπει να υπάρχουν για να ενταχθεί στο QE. Αν η ΕΚΤ μείνει ικανοποιημένη ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο, αυτό θα άνοιγε το δρόμο στα ελληνικά ομόλογα να ενταχθούν στο QE τους τελευταίους μήνες του προγράμματος ή τουλάχιστον να ενταχθούν το επόμενο έτος στο πρόγραμμα αγορών της ΕΚΤ για την επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα που λήγουν.

«Πιστεύουμε ότι η συμφωνία στο Eurogroup του Ιουνίου έχει αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να περιληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ», δήλωσε ο οικονομολόγος της Barclays, Φρανσουά Καμπό, εκτιμώντας ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει περίπου 3 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους, έως ότου φθάσει στο όριο που έχει για αγορές ελληνικών ομολόγων.

Ορισμένοι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, όπως ο Γκαρτσάιντ της J.P. Morgan, αναφέρουν ότι το θετικό κλίμα σημαίνει ότι θα αγόραζαν «σίγουρα» ένα νέο ελληνικό ομόλογο, ενώ σήμερα οι περισσότεροι ιδιώτες ομολογιούχοι είναι ταμεία αντασφάλισης κινδύνου (hedge funds) ή εγχώριες τράπεζες.

Η βελτίωση της εικόνας συνέβαλε ώστε τα ελληνικά ομόλογα να αποδώσουν πάνω από 40% σε δολάρια το περασμένο έτος και να έχουν ισχυρές επιδόσεις και το 2018. Οι αποδόσεις των διετών ομολόγων μειώθηκαν κατά 60 μονάδες βάσης φέτος στο 1,05%, πολύ κάτω από τις αποδόσεις των διετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου.

Η Αθήνα δεν έχει κάποια άμεση πίεση να προσφύγει στις αγορές ομολόγων. Έχει να λάβει μία τελευταία δόση 15 δισ. ευρώ του προγράμματος βοήθειας και θα έχει έτσι ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας πάνω από 24 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα UBS. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει αρκετά χρήματα για να αντέξει έως και το 2020, αλλά ένα νέο ομόλογο θα πρόσθετε ρευστότητα στην ελληνική αγορά.

Αναλυτές ομολόγων αναγνωρίζουν ότι μία νέα έκδοση ελληνικών 10ετών ομολόγων θα μπορούσε να έχει απόδοση κοντά στο 4%. Αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί ελκυστική, δεδομένου ότι θα είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την απόδοση των αντίστοιχων γερμανικών τίτλων, που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια, και αρκετά μεγαλύτερη από την απόδοση του 2,5% των ιταλικών ομολόγων.

Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης

Μία άλλη σημαντική ώθηση για τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούσε να προέλθει από τις καλύτερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Αν και το αξιόχρεο της Ελλάδας αναβαθμίστηκε από τους οίκους S&P Global και DBRS μετά τη συμφωνία με τους δανειστές τον Ιούνιο, το χρέος της χώρας αξιολογείται ακόμη με Β+/Β3/Β από τους τρεις μεγάλους οίκους - πέντε έως επτά βαθμίδες κάτω από το όριο της επενδυτικής διαβάθμισης.

Αυτό αφήνει τη χώρα εκτός των μεγάλων δεικτών για τα ομόλογα που χρησιμοποιούν τα κατεστημένα funds ως δείκτες αναφοράς. Για να ενταχθεί στο δείκτη Markit iBOXX EUR της Ευρωζώνης, που έχει μία κεφαλαιοποίηση πάνω από 6 τρισ. ευρώ, η Ελλάδα χρειάζεται τουλάχιστον μία μέση αξιολόγηση ΒΒΒ. Αυτό θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο, δεδομένου ότι η Πορτογαλία χρειάσθηκε πέντε χρόνια για να επανέλθει σε επενδυτική διαβάθμιση. Για πολλούς επενδυτές, όμως, η ένταξη σε δείκτες ομολόγων αναφοράς έχει γίνει λιγότερο σημαντική από την ίδια την αξιολόγηση, επομένως μία καλύτερη επίδοση θα μπορούσε να είναι αρκετή για να αυξήσουν την έκθεσή τους στα ελληνικά ομόλογα.

Ο Μαρκ Ντάουντινγκ, υψηλόβαθμος διαχειριστής χαρτοφυλακίου στη BlueBay Asset Management, αναμένει πάντως ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει τελικά την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου το κόστος δανεισμού τους σε 10ετή ορίζοντας μειώθηκε κατά 280 και 200 μονάδες βάσης, αντίστοιχα, στο το 2014, όταν βγήκαν από τα προγράμματά τους.

Πρωταθλήτρια η Ελλάδα ως προς τις επενδύσεις του «Σχεδίου Γιούνκερ»

Την ίδια ώρα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση ως προς τις επενδύσεις που ενεργοποιήθηκαν σε σχέση με το ΑΕΠ, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) Σχεδίου Γιούνκερ.

Όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συνολική χρηματοδότηση που έλαβε η χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων ανέρχεται σε 2,7 δισ. ευρώ και αναμένεται να ενεργοποιήσει συνολικές επενδύσεις ύψους 10,6 δισ. ευρώ.

Ως παραδείγματα έργων που στηρίζει το σχέδιο Γιούνεκρ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρονται η δανειοδότηση εταιρείας κινητής τηλεφωνίας για την επέκταση του δικτύου ευρυζωνικών επικοινωνιών, ιδίως σε αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδα, η χρηματοδότηση συνεργατικής εταιρείας γεωργικών βιώσιμων προϊόντων και ελληνικού ομίλου για την κατασκευή και λειτουργία αιολικών πάρκων.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πως δεδομένης της επιτυχίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, που άρχισε να ισχύει στις 30 Δεκεμβρίου 2017, ως προς την κινητοποίηση επενδύσεων σε ολόκληρη την ΕΕ, πρότεινε να παραταθεί η διάρκειά του και να ενισχυθεί η ικανότητά του για περαιτέρω τόνωση των επενδύσεων.

Υπογραμμίζεται πως το αποκαλούμενο Ταμείο Γιούνκερ παρατείνει τη διάρκεια της εγγύησης από τα μέσα του 2018 έως τα τέλη του 2020 και αυξάνει τον επενδυτικό του στόχο από 315 δισ. ευρώ σε τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ. Επικεντρώνεται επίσης στη χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων, δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε βιώσιμα έργα και δυναμικούς τομείς και παρέχει μεγαλύτερη συμβουλευτική στήριξη σε τοπικό επίπεδο.

Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση έργων για τη βιοοικονομία, το περιβάλλον και την αποδοτική χρήση πόρων, την έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία, την ενέργεια, τον κοινωνικό τομέα, τις μεταφορές, την περιφερειακή ανάπτυξη και μικρότερες επιχειρήσεις.

Η Ελλάδα στην 1η θέση πανευρωπαϊκά για 6ο συνεχόμενο μήνα

«Σημαντική η συνεισφορά του χρηματοδοτικού εργαλείου #JunckerPlan για τη δημιουργία επενδύσεων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα στην 1η θέση πανευρωπαϊκά για 6ο συνεχόμενο μήνα» αναφέρει, σε ανάρτηση στο twitter, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Αλέξης Χαρίτσης παραθέτοντας το σχετικό πίνακα (gallery).

Τα στοιχεία παρουσιάστηκαν σήμερα, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου που έδωσαν, στις Βρυξέλλες, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), Βέρνερ Χόγιερ.